- ἀσχολοῦμαι
- ἀσχολέωengagepres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασχολούμαι — ασχολούμαι, ασχολήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. ασχολιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
ασχολούμαι — ήθηκα, (απ)ασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι, εργάζομαι: Τώρα ασχολείται μονάχα με τον κήπο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωμετρώ — ασχολούμαι με τη γεωμετρία, είμαι γεωμέτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθογραφώ — ασχολούμαι με την ηθογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθολογώ — ασχολούμαι με την ηθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… … Dictionary of Greek
φιλολογώ — φιλολογῶ, έω, ΝΑ [φιλόλογος] νεοελλ. 1. ασχολούμαι με τη φιλολογία, ιδίως την κλασική 2. ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, κυρίως ερασιτεχνικά αρχ. 1. μού αρέσει να ασχολούμαι με τα γράμματα, με τη μάθηση 2. μελετώ τους συγγραφείς 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)